μοφέττα

μοφέττα
η
1. (μεταλλευτ.) έκλυση δηλη τηριώδους ή ασφυκτικού δύσοσμου αερίου στις υπόγειες εργασίες τών μεταλλείων, όπως είναι το υδρόθειο και το μεθάνιο
2. γεωλ. α) φουμαρόλη, ηφαιστειακή έκλυση αερίων η οποία έχει θερμοκρασία χαμηλότερη τού σημείου ζέσεως, αλλά υψηλότερη από αυτήν τού ατμοσφαιρικού αέρα, είναι, γενικά, πλούσια σε διοξείδιο τού άνθρακα και σε άλλους υδρογονάνθρακες και διαρκεί επί μακρό διάστημα
β) έκλυση διαφόρων αερίων και κυρίως διοξειδίου τού άνθρακα, τα οποία διαλύονται στα νερά τών πηγών και σχηματίζονται έτσι ιαματικά νερά, όπως στην τοποθεσία Σουσάκι, κοντά στους Αγίους Θεοδώρους Αττικής, και σε διάφορα μέρη πολλών άλλων χωρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. mofette < ιταλ. mofeta].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”